- λιναρίτης
- Θειικό ορυκτό του μολύβδου και του χαλκού με χημικό τύπο (Pb,Cu)SO4(OH)2. Ο λ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, σχηματίζοντας επιμήκεις πλακοειδείς κρυστάλλους με έντονο βαθύ μπλε χρώμα. Η ονομασία του οφείλεται στην ισπανική πόλη Λινάρες, στην οποία βρέθηκαν τα πρώτα δείγματά του (19ος αι.). Ο λ. έχει σκληρότητα 2,5 της σκληρομετρικής κλίμακας MOS και ειδικό βάρος 5,3 gr/cm3. Είναι δευτερογενές ορυκτό και απαντάται συνήθως σε ζώνες εξαλλοίωσης φλεβών μολύβδου και χαλκού. Σημαντικότερα κοιτάσματά του βρίσκονται στην Αργεντινή, στην Αυστραλία, στον Καναδά, στην Ιταλία, στη Ρωσία, στην Ισπανία, στην Αριζόνα και στο Νιου Μέξικο των ΗΠΑ.
* * *ο(ορυκτ.) βασικό θειικό ορυκτό τού χαλκού και τού μολύβδου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. linarite < γερμ. linarite].
Dictionary of Greek. 2013.